Η Λίτσα Πατέρα, ρωτήθηκε από τη δημοσιογράφο Τζώρτζια Συρίχα αν είχε δει τον αστρολογικό χάρτη της Καρολάιν Κράουτς, και η αστρολόγος απάντησε ότι “Κοιτάζοντας το χάρτη της, παρατήρησα ότι η Καρολάιν και σε άλλη χώρα να βρισκόταν, στην Αλάσκα για παράδειγμα, την ίδια κατάληξη θα είχε, γιατί η Αφροδίτη της ήταν πολύ “χτυπημένη”. Φαινόταν πολύ έντονα ότι ο έρωτας της ζωής της θα την οδηγούσε σε ένα τραγικό τέλος.”
Αν βάλει δηλαδή κανείς κάτω την εξίσωση, η Λίτσα Πατέρα, λέει εμμέσως πλην σαφώς, ότι την Καρολάιν κάποιος θα την δολοφονούσε ούτως ή άλλως, δηλαδή δεν ήταν ο Μπάμπης Αναγνωστόπουλος ένας εγκληματίας που την στραγγάλισε σκηνοθετώντας μετά μια ληστεία για να κουκουλώσει το φόνο, αλλά αυτό ήταν το “γραμμένο” της. Αδιανόητο.
Αυτή η δήλωση λοιπόν είναι ξέπλυμα για τον αδίστακτο φονιά ο οποίος ουσιαστικά πήρε τον ρόλο του οποιουδήποτε, καθώς δεν ήταν δική του η ευθύνη για τη δολοφονία της. Η ευθύνη για τη δολοφονία της, ήταν ενός πλανήτη, δηλαδή της Αφροδίτης της, που ήταν χτυπημένη. Και αναρωτιέμαι, δεν αναλογίστηκε ποτέ η Λίτσα Πατέρα, το συνειρμό των όσων είπε;
Είναι δυνατόν, απέναντι στο πιο ειδεχθές έγκλημα των τελευταίων χρόνων στην χώρα, να βγαίνει μια επαγγελματίας και να λέει πως η δολοφονία μια εικοσάχρονης μητέρας από τον σύζυγο και πατέρα του παιδιού της ήταν κάτι προδιαγεγραμμένο από τους πλανήτες, και πως όπου κι αν βρισκόταν θα πάθαινε το ίδιο;
Μπορεί να σας φαίνεται αστείο, κάνοντάς το εικόνα, είναι όμως τραγικό: Φανταστείτε λοιπόν τον δικηγόρο υπεράσπισης του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου, να βγαίνει στο δικαστήριο και να λέει στην Έδρα ότι ο πελάτης του είναι αθώος, επειδή σύμφωνα με τον αστρολογικό χάρτη της δολοφονημένης, ο Μπάμπης δεν έφταιγε, και αντ΄αυτού πρέπει να καθίσει στο ειδώλιο η … Αφροδίτη, καθώς αυτή ήταν χτυπημένη και αυτό ήταν το πεπρωμένο της άτυχης κοπέλας, άρα θα μπορούσε να την είχε σκοτώσει οποιοσδήποτε. Επομένως, ο δολοφόνος έχει το ελαφρυντικό ότι η μοίρα της Καρολάιν σύμφωνα με την αστρολογία ήταν να δολοφονηθεί, εκείνος ήταν έρμαιο αυτής της μοίρας. Με λίγα λόγια, έφταιγε το θύμα και το κακό του ριζικό.
Για το κατά πόσον η αστρολογία είναι επιστήμη ή όχι, αφήνω εδώ τα δεδομένα που βρήκα στο site scienceforall.gr
Η αστρονομία είναι επιστήμη, ενώ η αστρολογία κατατάσσεται από την επιστημονική κοινότητα στις ψευδοεπιστήμες. Το πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι οι αστρολόγοι χαρακτηρίζουν το αντικείμενό τους επιστήμη. Όμως, τα κριτήρια για την κατάταξη στις επιστήμες είναι αντικειμενικά και έχουν οριστεί με ακρίβεια. Επιπλέον, πολλοί από τους ισχυρισμούς της αστρολογίας μπορούν να ελεγχθούν με την επιστημονική μέθοδο (Nanninga, 1997) και συνεπώς, και ο ισχυρισμός των αστρολόγων ότι η αστρολογία κατατάσσεται στις επιστήμες μπορεί να ελεγχθεί. Στον έλεγχο της επιστημονικότητας ενός πεδίου διατυπώνουμε κριτήρια, που σχετίζονται με τη συμμόρφωση στις μεθόδους της επιστήμης, την εγκυρότητα των θεωριών και τη δεοντολογία.
1. Θεμελιώδεις αρχές της επιστήμης και η Επιστημονική Μέθοδος
Αρχικά, συγκρίνοντας την αστρονομία με την αστρολογία, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι μόνο η πρώτη ασχολείται με τη μελέτη του φυσικού κόσμου, άρα μόνο η αστρονομία είναι επιστήμη με την σύγχρονη έννοια του science (Berkeley, 2016, Φουνταλής, 2016).
Η αστρονομία ως επιστήμη, μελετάει γεγονότα που είναι επαληθεύσιμα από άλλους επιστήμονες (Φουνταλής, 2016), δηλαδή μπορούν να επαναληφθούν όταν εξασφαλιστούν οι ίδιες αρχικές συνθήκες (Δανέζης, 1998). Τα συμβάντα που μελετάει η αστρολογία, είναι εμπειρίες ανθρώπων, δηλαδή υποκειμενικά και μη επαληθεύσιμα.
Σύμφωνα με τον Popper (1963) μία επιστημονική θεωρία πρέπει να επιβιώνει από τις σοβαρές προσπάθειες διάψευσής της, και όχι να στηρίζεται σε επιβεβαιώσεις της. Διότι όσες επιβεβαιώσεις και να επιτύχει, δεν αποδεικνύεται ότι είναι σωστή, ενώ αρκεί ένα μόνο αποτέλεσμα που να την διαψεύδει, για να καταρριφθεί. Συνεπώς η διαψευσιμότητα μίας θεωρίας αποτελεί κριτήριο για την επιστημονικότητά της. Στην αστρονομία, περιγράφεται με ακρίβεια η διαδικασία μέχρι τη διατύπωση μίας θεωρίας, που δίνει προβλέψεις για μελλοντικές παρατηρήσεις. Αυτό καθιστά τις θεωρίες της αστρονομίας διαψεύσιμες, άρα επιστημονικές, καθώς πάντα μπορεί να πραγματοποιηθεί μία νέα μέτρηση που να διαψεύδει την επικρατούσα θεωρία. Στην περίπτωση του πειράματος Michelson- Morley (Χριστοδουλίδης, 2010), επειδή τα δεδομένα δεν ταίριαζαν με τη θεωρία του αιθέρα, εγκαταλείφθηκε η θεωρία. Στην αστρολογία αντίθετα, δεν γίνεται ακριβής και ποσοτική διατύπωση των θεωριών συνεπώς καταργείται η ελεγξιμότητα. Υπερτονίζει τις επιτυχημένες “προβλέψεις” -επαληθεύσεις της θεωρίας και αποσιωπά τις αποτυχίες- διαψεύσεις της. Με αυτούς τους συλλογισμούς, ο Popper (1963) κατατάσσει την αστρολογία στις ψευδοεπιστήμες.
Και πραγματικά, οι προβλέψεις της αστρολογίας είναι διατυπωμένες αόριστα ώστε να επιβεβαιώνεται από κάθε έκβαση (Popper, 1963). Γι’ αυτό το λόγο οι προβλέψεις της αστρολογίας χαρακτηρίζονται προφητείες (Θεοδοσίου, 2000, Popper, 1963) και δεν είναι επιστημονικές.
Αν και η αστρολογία ισχυρίζεται ότι αποδεικνύει επαρκώς τη θεωρία της, εντούτοις τα στοιχεία που προσκομίζει είναι μαρτυρίες των ανθρώπων που, περιγράφοντας προσωπικές εμπειρίες, δηλώνουν ότι οι “προβλέψεις” της αστρολογίας εκπληρώθηκαν. Όμως, οι “αποδείξεις” αυτές δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος συστηματικής έρευνας με τις προδιαγραφές της επιστήμης.
Αν και τα εγχειρίδια αστρολογίας περιέχουν πολλούς ισχυρισμούς που μπορούν να ελεγχθούν με την επιστημονική μέθοδο, οι αστρολόγοι ενίστανται σε αυτό, χωρίς όμως να προτείνουν εναλλακτική μέθοδο ελέγχου (Nanninga, 1997). Οι έγκυρες έρευνες που έχουν διεξαχθεί για τον έλεγχο συγκεκριμένων συσχετίσεων είχαν αρνητικά αποτελέσματα (Nanninga, 1997, Βάρβογλης, 2003). Συμπερασματικά, δεν έχουν υπάρξει αξιόπιστα δεδομένα που να αποδεικνύουν την αλήθεια των ισχυρισμών της αστρολογίας.
Η αστρονομία εξελίσσεται, εμπλουτίζοντας τις γνώσεις μας για τα φαινόμενα που μελετάει. Η αστρολογία παραμένει να μελετάει “ιερά” κείμενα και να βασίζεται αποσπασματικά σε έρευνες άλλων επιστημόνων (Coker, 2001). Δεν διεξάγει δικά της πειράματα και (Berkeley, 2016) δεν συμβάλλει σε νέες ανακαλύψεις.
Τέλος, στην επιστήμη, τα πειράματα που διεξάγουν ανεξάρτητοι επιστήμονες για το ίδιο φαινόμενο, έχοντας τις ίδιες αρχικές συνθήκες, δίνουν ίδια αποτελέσματα. Για παράδειγμα, ανεξάρτητοι επιστήμονες στην αστρονομία μέτρησαν την ακτινοβολία υποβάθρου, κατάλοιπο της Μεγάλης Έκρηξης, και κατέληξαν στα ίδια συμπεράσματα. Στην αστρολογία, τα ωροσκόπια που έχουν συντάξει διαφορετικοί αστρολόγοι καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα.
2. Γνωστικό υπόβαθρο
Μελετώντας το επιστημονικό υπόβαθρο της αστρολογίας, αναφέρουμε το γεγονός ότι οι αστερισμοί που φαίνονται στον ουρανό, άρα και οι ζωδιακοί, δεν αποτελούν ομάδα αστεριών, αλλά αστέρια που βρίσκονται σε διαφορετικές ενίοτε αποστάσεις από τη Γη, και τυχαίνει να προβάλλονται στην ίδια περιοχή της ουράνια σφαίρας.
Η θέση των ζωδίων, περίπου 2200 χρόνια μετά την χαρτογράφησή τους, έχει μετατοπιστεί λόγω της μετάπτωσης του άξονα της Γης τόσο πολύ ώστε να «ανήκουμε» στη σημερινή εποχή στο προηγούμενο «ζώδιο» από αυτό που αναφέρεται στην αστρολογία. Ενδεικτικά, ένας «Δίδυμος» μετά τις διορθώσεις, είναι «Ταύρος» (Μήλιας, 2016). Όμως, οι αστρολόγοι συνεχίζουν να χρησιμοποιούν τα λανθασμένα δεδομένα.
Οι αστρολόγοι επικαλούνται και την “ανάδρομη” κίνηση των πλανητών, όπως για παράδειγμα του Άρη. Η κίνηση αυτή είναι φαινόμενη, και όχι πραγματική, καθώς κανένας πλανήτης δεν σταματάει την κίνησή του, ούτε κινείται προς τα πίσω (Chalmers, 2014). Η κίνηση είναι ανεξήγητη με βάση το λανθασμένο γεωκεντρικό μοντέλο που ακολουθεί η αστρολογία, ερμηνεύεται όμως με την ηλιοκεντρική θεώρηση. Οι αστρολόγοι δε, αξιολογούν την ανάδρομη κίνηση των πλανητών, που είναι ψευδαίσθηση (ως φαινόμενη κίνηση), ως σημαντικό δεδομένο και μάλιστα ως κακό οιωνό.
Τα παραπάνω εντοπίζονται στη θεωρία της αστρολογίας, και είναι βασισμένα στην αριστοτελική και πτολεμαϊκή θεώρηση του κόσμου (Θεοδοσίου, 2000). Οι αστρολόγοι δηλαδή ακολουθούν ακόμη τη γεωκεντρική αντίληψη του κόσμου, αν και εγκαταλείφθηκε ήδη με τις πρώτες αστρονομικές παρατηρήσεις με τηλεσκόπιο, και η ανθρωπότητα έχει πραγματοποιήσει ταξίδια έξω από τη Γη.
Τα παραπάνω είναι δεδομένα τα οποία είναι ικανά να διαψεύσουν τη θεωρία πάνω στην οποία βασίζεται η αστρολογία. Όμως, οι αστρολόγοι, συνεχίζουν να ακολουθούν και να υπερασπίζονται τη θεωρία, το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τη βασική αρχή της Επιστήμης, ότι τα δεδομένα διαμορφώνουν τη θεωρία και όχι το αντίστροφο (Φουνταλής, 2016).
Στην αστρολογία γίνονται και λάθη λογικής, όπως για παράδειγμα ότι ένας τεράστιος αριθμός ανθρώπων στη Γη, σε διαφορετικές συνθήκες ο καθένας, οι οποίοι τυχαίνει να έχουν γεννηθεί την ίδια μέρα και ώρα, να έχουν την ίδια πρόβλεψη από τους αστρολόγους (Καρνεάδης, 220 π.Χ., στο Καραγκιοζίδης, 2016).
Επιπλέον, οι αστρολόγοι αποδίδουν σε κάθε έναν από τους πλανήτες ιδιότητες που συνδέονται με το όνομα των πλανητών. Για παράδειγμα, αποδίδουν στον πλανήτη Αφροδίτη ιδιότητες που παραπέμπουν στα χαρακτηριστικά της μυθικής θεότητας. Όμως, καθώς η ονομασία των πλανητών δόθηκε αυθαίρετα, ο ισχυρισμός ότι υπάρχει συσχέτιση είναι εξίσου αυθαίρετος.
Αντίθετα, η αστρονομία δεν έχει «ιερά» κείμενα, και έχει αποδείξει την ετοιμότητά της να εγκαταλείψει μία θεωρία όταν τα δεδομένα την καταρρίπτουν (Popper, 1963).
3. Δεοντολογία επιστήμης
Οι αστρολόγοι έχουν οικειοποιηθεί επιλεκτικά την επιστημονική ορολογία, διαστρεβλώνοντας το αρχικό και ακριβές νόημά τους. Για παράδειγμα χρησιμοποιούν επιστημονικές έννοιες όπως ενέργεια, μαγνητικό, ηλεκτρομαγνητικό, με αόριστο τρόπο. Άλλωστε, αποφεύγουν τους ορισμούς εννοιών με μονοσήμαντο και ακριβή και άρα επιστημονικό τρόπο.
Το γεγονός άλλωστε ότι ενδύονται τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της επιστήμης, δεν τους κάνει επιστήμονες, με τον ίδιο τρόπο που αν κάποιος φορέσει το λευκό ιατρικό ρούχο και χρησιμοποιήσει τα εργαλεία του γιατρού, δεν σημαίνει ότι είναι γιατρός.
Αυτό έχει και μία ακόμη διάσταση: οι αστρολόγοι, στην προσπάθειά τους να επιβεβαιώσουν τη θεωρία- δόγμα αποσιωπούν τα δεδομένα που δεν ταιριάζουν με τη θεωρία για να τονίσουν μόνο τα ευνοϊκά δεδομένα. Άρα, εκτός από τη παράβαση της βασικής αρχής ότι τα δεδομένα κάνουν τη θεωρία και όχι το αντίστροφο, τίθεται σοβαρό θέμα δεοντολογίας, γιατί ένας επιστήμονας δεν αλλοιώνει και δεν νοθεύει σκόπιμα τα δεδομένα ώστε να τα ταιριάξει με τη θεωρία (Δανέζης, 2000, Φουνταλής, 2016). Επιπλέον, στην επιστημονική κοινότητα, ακόμη και αν υπάρξει νοθεία σε ένα πείραμα, οι μηχανισμοί που έχουν αναπτυχθεί, θα οδηγήσουν στην απομόνωσή του και τελικά θα κυριαρχήσουν τα σωστά δεδομένα. Στην αστρολογία, αντίθετα, κυριαρχεί η προσπάθεια διατήρησης της θεωρίας, άρα τέτοιες παραβάσεις της επιστημονικής δεοντολογίας είναι η συνήθης πρακτική.
Στην αστρολογία, το κύρος του αστρολόγου έχει σημαντικό ρόλο στην αποδοχή των λεγόμενών του. Συνήθης πρακτική για τους αστρολόγους είναι να προβάλλουν τις επιτυχημένες προβλέψεις τους και τα πτυχία τους ώστε να ενισχύσουν το κύρος τους και να στηρίξουν τους ισχυρισμούς τους. Δηλαδή μετατοπίζεται η προσοχή από τον έλεγχο της συγκεκριμένης θεωρίας στην αυθεντία που τη διατύπωσε. Το γεγονός αυτό αντιβαίνει στις αρχές της επιστήμης. Στην επιστήμη, η θεωρία που χαίρει αποδοχής είναι αυτή που αντέχει στην προσπάθεια διάψευσής της. Η επιστήμη ξεπερνάει την υποκειμενικότητα μεμονωμένων επιστημόνων με το να λειτουργεί ως σύνολο, άρα αντικειμενικά. Η επιστήμη άλλωστε έχει μηχανισμούς όπως η κριτική μίας προς δημοσίευση θεωρίας από ομάδα επιστημόνων που δεν γνωρίζουν το όνομα του συγγραφέα (Chalmers, 2014).
Τα σημεία που αναλύθηκαν παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αστρονομία ικανοποιεί όλα τα κριτήρια για την κατάταξή της στις επιστήμες. Στην περίπτωση της αστρολογίας από την άλλη πλευρά, αν και μπορεί να απαντά σε αναζητήσεις κάποιων υποστηρικτών της, οι ισχυρισμοί της ότι αποτελεί επιστήμη καταρρίπτονται με την προσεκτική μελέτη των χαρακτηριστικών της.
Την επόμενη φορά που κάποιος αστρολόγος θα θελήσει να βγάλει ετυμηγορία για ένα έγκλημα, ας λάβει υπόψιν του τα παραπάνω, τη συνείδησή του αλλά και την λογική του.