Δέκα (10!) νέα reality shows, βρήκαν χώρο στο πρόγραμμα της νέας σεζόν στην ελληνική τηλεόραση. Φαίνεται πως η πανδημία και ο εγκλεισμός λειτούργησαν υπέρ της λεγόμενης Τrash Tv. Eπομένως, οι καναλάρχες στοχεύουν σε νέα έσοδα, αφού είδαν ότι το τηλεοπτικό κοινό αυξάνεται.
Ίσως είμαι η λιγότερο κατάλληλη, να σχολιάσω το φαινόμενο αυτό, καθώς δεν διαθέτω καν τηλεόραση. Δεν έχω παρακολουθήσει κανένα από τα προηγούμενα shows. Ωστόσο, λόγω ηλικίας, θυμάμαι πότε ξεκίνησαν. Την δεκαετία του ’90. Την δεκαετία του Κωστοπουλεϊσμού και του νεοπλουτισμού. Την δεκαετία που τα πρότυπα ήταν το χρήμα και η εξουσία. Η εξουσία και το χρήμα. Το πάτημα για την ιδιωτική τηλεόραση, βρέθηκε εύκολα. Ακολούθησε το γνωστό μοτίβο του μιμητισμού των trash shows από το εξωτερικό. Όπερ σημαίνει, ο,τιδήποτε έχει απήχηση στο κοινό στην Αμερική και σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, το υιοθετούμε και το προσαρμόζουμε στην ελληνική πραγματικότητα. Εννοείται, πάντα, με στόχο το κέρδος. Κανένα όραμα δεν κρύβεται από πίσω. Ούτε καν ψυχαγωγίας. Άλλωστε για ποιά αγωγή της ψυχής να μιλήσουμε εδώ; Ωστόσο, ας μην σταθώ σε αυτό. Σε ένα καπιταλιστικό σύστημα, οι επιχειρήσεις λειτουργούν με αποκλειστικό γνώμονα το κέρδος. Περαιτέρω ανάλυση, καμία χρησιμότητα δεν θα είχε. Τέλος.
Αυτό που είναι αξιοπερίεργο είναι πώς μία κοινωνία, όπως η ελληνική, η οποία πέρασε τόσα δεινά την τελευταία δεκαετία, από βαθιά οικονομική κρίση, μέχρι τις επιπτώσεις μίας πανδημίας, τόσο σε ψυχικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο, συνεχίζει να στρέφεται εκεί για να βρει το «ηρεμιστικό» της. Δεν χρησιμοποιώ τον όρο «ηρεμιστικό» τυχαία. Έρευνες, άλλωστε, έχουν αποδείξει πως καθετί που παρακολουθούμε έχει αντίκτυπο στον ψυχισμό μας. Αν, για παράδειγμα, δούμε μία ταινία με ρομαντικό περιεχόμενο, θα ταυτιστούμε έως κάποιο βαθμό. Υπάρχει μία αυτόματη διαδικασία στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση που λέγεται «αντιστοιχία». Ακόμα κι αν η ερωτική ιστορία που θα δούμε, απέχει αρκετά από δικά μας βιώματα, ο εαυτός μας θα βρει ένα σημείο, μία φράση, μία σκηνή για να ταυτιστεί. Και τότε θα προκληθεί το πολυπόθητο για θεατές και δημιουργούς συναίσθημα της συγκίνησης (συν-κίνηση). Το ίδιο και με ταινίες κοινωνικού περιεχομένου, με ευχάριστες ή δυσάρεστες ειδήσεις. Στα reality shows, όμως, με τι ταυτίζεται ο Έλληνας τηλεθεατής, πού βρίσκει την «αντιστοιχία» του; Aς το εξετάσουμε λίγο πιο διεξοδικά.
Καταρχάς, έρευνες που έχουν διεξαχθή αποδεικνύουν ότι οι άνθρωποι που συμμετέχουν σε τέτοιου είδους θεάματα, μοιράζονται, στην πλειοψηφία τους, κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Τα παραθέτω με τυχαία σειρά: Xαμηλό μορφωτικό επίπεδο, έντονο ναρκισσισμό (σε κάποιες περιπτώσεις εμπίπτουν και σε διαγνώσεις ναρκισσιστικής διαταραχής), έντονη επιθυμία για προβολή και απόκτηση αναγνωρισιμότητας, και last but not least, επιθυμία για την απόκτηση χρήματος. Οι υπεύθυνοι για το casting γνωρίζουν τα παραπάνω, κι άλλα περισσότερα, καλύτερα από εμένα. Έτσι, κάνουν τις «κατάλληλες» επιλογές παικτών.
Καλώς (ή να πω κακώς;) έως εδώ.
Ποιό είναι, όμως, το λεγόμενο «target group» τηλεθεατών; Σε ποιό κοινό απευθύνονται τα κανάλια για να αυξήσουν έσοδα, μέσω διαφημίσεων, κι όπως φαίνεται το καταφέρνουν με μεγάλη επιτυχία;
Σίγουρα όχι εγώ, γιατί δεν έχω τηλεόραση. Σίγουρα, όχι πολλοί/πολλές από εσάς που μέσα σε δύσκολες συνθήκες παλεύετε για δημιουργικότητα, σπουδάζετε, θέτετε ως προτεραιότητα την ψυχική και πνευματική σας ωρίμανση και ταυτόχρονα παλεύεται να αντεπεξέλθετε οικονομικά σε υποχρεώσεις. Δυστυχώς, είμαστε η μειοψηφία.
Και προσοχή, δεν αναφέρομαι σε ανθρώπους που τυχαία ή σε μία βραδιά κούρασης, θα παρακολουθήσουν κάποιο επεισόδιο. Δεν μιλάω ως ελιτίστρια. Εκείνοι, δεν πρόκειται να φέρουν το πολυπόθητο κέρδος. Αναφέρομαι στο κοινό που ανελλιπώς παρακολουθεί, σχολιάζει, ζει την «Ζωή των άλλων» (πολύ ωραία ταινία παρεμπιπτόντως, να την δείτε). Το κοινό, λοιπόν, αυτό, είναι (πάλι σύμφωνα με έρευνες) άνθρωποι που ανήκουν στην εργατική ή μεσαία τάξη, οι οποίοι παλεύουν για το μεροκάματο, που δεν έχουν χρόνο (ύψιστο κοινωνικό αγαθό, ανύπαρκτο στο καπιταλιστικό σύστημα) και οικονομική άνεση για να κάνουν κάτι άλλο.
Ας φτιάξουμε λοιπόν μία εικόνα. Ξυπνάς 6 ή 7 το πρωί, δουλεύεις για 500 ή 600 ευρώ όλη την ημέρα, σε κατακλύζει το άγχος, ο θυμός, η καταπίεση. Γυρνάς σπίτι αποκαμωμένος, η κούραση διαγράφεται στο πρόσωπό σου, δεν είσαι λαμπερός/η, δεν έχεις την πολυτέλεια της γυμναστικής για την απόκτηση του «τέλειου σώματος». Όμως, ανοίγεις την τηλεόραση και, ναι, κάνεις ακόμα και έτσι την «αντιστοιχία». Σκέφτεσαι: “Αν πήγαινα, αν εγώ ήμουνα εκεί, θα τα κατάφερνα”. Γιατί το κίνητρο θα ήταν εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ. Αλλά δεν είμαι. Γιατί δεν είμαι όμορφος/η, celebrity, γυμνασμένος/η. Κι εκεί αρχίζει να επιδρά το λεγόμενο «ηρεμιστικό». Γιατί αυτοί οι «άνθρωποι-κατασκευάσματαα», οι οποίοι φαίνονται να τα έχουν όλα και να διεκδικούν ακόμα περισσότερα, μαλώνουν χυδαία μεταξύ τους, κλαίνε, παθαίνουν νευρικούς κλονισμούς, κατάθλιψη. Δεν είναι τόσο τέλειοι, τελικά. ΗΡΕΜΗΣΑ. Και θα τους κρίνω ανελέητα. Γιατί διαθέτουν όλα όσα δεν έχω, διεκδικούν ακόμα περισσότερα και δεν τα καταφέρνουν. Στο τέλος, θα ανεβάσω στο βάθρο τον νικητή, θα τον χρήσω πρότυπο και ήρωα. Θέλω την ζωή του! Την ζωή που δεν έζησα!
Την ζωή που θα συνεχίσω να χάνω, στρέφοντας το βλέμμα μου εκεί. Προσφέροντας κέρδη σε επιχειρήσεις, εν αγνοία μου, ενώ παλεύω για το μεροκάματο. Άτιμο πράγμα η ελπίδα. Πάντα το πίστευα. Σε ακινητοποιεί.
Κλείνω, όπως ξεκίνησα, 10 νέα reality shows στην ελληνική τηλεόραση! Ηρεμιστικό με χρόνιες παρενέργειες αποχαύνωσης και στασιμότητας. Πολύ σοβαρότερες κάθε εμβολίου (ιλαράς ή κόβιντ).
It is called capitalism, you (us) stupid!
Δέσποινα Γεωργοσοπούλου