Πήγαινα στο Γυμνάσιο. Έτρωγα με μια φίλη μου σε ένα fast food όταν άρχισαν να πέφτουν στο κεφάλι μου πατάτες. Κοίταξα ψηλά και είδα στον πάνω όροφο μια παρέα από αγόρια να φλερτάρουν μάλλον αποτυχημένα αλλά απολύτως δικαιολογημένα για την ηλικία μας. Τους είπα δυνατά : “Ελάτε κάτω αν θέλετε να γνωριστούμε ή κόψτε το γιατί κάνετε σαν να είστε σκέτοι κόπανοι”. Κατέβηκαν. Ανάμεσά τους κι εκείνος. Τον ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα. Ήρθε, κάθισε στο τραπέζι μας, συστήθηκε και άρχισε να τρώει το φαγητό μου. Χαιρόμουν που τον έβλεπα να τρώει. Αυτός έτρωγε, εγώ χόρταινα. Ήταν ένας μυστήριος τύπος. Είχε ένα μηχανάκι που μονίμως το έβαζε μπρος τσουλώντας το στην κατηφόρα, ήταν λιγομίλητος,πολύ κλειστός χαρακτήρας και ιδιότροπος. Πήγαμε όλοι μαζί στην πλατεία και καθίσαμε να γνωριστούμε καλύτερα. Φορούσε συνέχεια την κουκούλα του, δε μιλούσε πολύ και έπινε από ένα κουτάκι μπύρα.
Τα χρόνια περνούσαν, τελειώσαμε το Γυμνάσιο,πήγαμε στην πρώτη Λυκείου, στη δευτέρα, στην τρίτη, κι εγώ ήμουν ακόμα ερωτευμένη μαζί του. Εκείνος ερχόταν συχνά να με βρει, καθόταν μαζί μου, με ρώταγε τα νέα μου, παίζαμε ηλεκτρονικά και μπιλιάρδο, αλλά ποτέ ούτε του είχα πει τι ένιωθα, ούτε κι εκείνος είχε εκδηλώσει κάτι. Γενικά μπορεί να περνούσαμε πολύ χρόνο μαζί αλλά κανείς από τους δυο μας δεν είχε κάνει coming out. Δεν είχε κοπέλα όλα αυτά τα χρόνια. Κι όμως άρεσε σε όλες. Τέσσερα σχολεία ήμασταν, όλα τα κορίτσια είχαν crush μαζί του. Εκείνος στον κόσμο του.
Όταν τελειώσαμε το σχολείο, χαθήκαμε για λίγο καιρό. Μια νύχτα του Σεπτεμβρίου, γύρισα στα παλιά μου λημέρια. Μπήκα στο μαγαζί που ήταν το στέκι μας στην περιοχή. Κάθισα σε έναν καναπέ με την παρέα μου, και τον είδα απέναντι. Τίποτα δεν είχε αλλάξει μέσα μου. Ήμουν ακόμα in love τόσα χρόνια μετά. Ποτέ δεν είχα πάψει να είμαι τελικά. Είχε ομορφύνει ακόμα περισσότερο. Ήταν ψηλός, μελαχρινός , με πολύ ωραίο στυλ, αλλά είχε ακόμα στο βλέμμα του αυτό το απόκοσμο, που είχε ανέκαθεν. Ξαφνικά σηκώθηκε από το τραπέζι του, ήρθε δίπλα μου,μιλήσαμε, τα βρήκαμε, και από εκείνη τη μέρα ήμασταν μαζί. Μου εξομολογήθηκε με τον καιρό, ότι από τότε που μου πέταγε πατάτες με είχε ερωτευτεί, αλλά δεν τολμούσε να κάνει το πρώτο βήμα. Του απάντησα το ίδιο.
‘Ήμασταν μαζί πάνω από ένα χρόνο και περνούσαμε πολύ ωραία. Τον αγαπούσα και με αγαπούσε πολύ. Τον πρώτο καιρό, δεν είχαμε ιδιαίτερα προβλήματα στη σχέση μας. Αγαπούσα τις αναποδιές του, ανεχόταν τις δικές μου. Όμως ύστερα από τον ένα χρόνο άρχισε να ζηλεύει τόσο πολύ, που κάποια πράγματα που έκανα,τον ενοχλούσαν αδικαιολόγητα. Δεν ήθελε να βγαίνω χωρίς αυτόν, δεν ήθελε πια να δουλεύω, θύμωνε όταν μιλούσα με άλλους, με ακολουθούσε όταν του έλεγα ότι θα βγω με τις φίλες μου και τον έπιανα να με παρακολουθεί κρυφά. Η συμπεριφορά του δηλητηρίαζε τα πάντα χωρίς λόγο. Βασικά δεχόμουν βία, γιατί και η ζήλια ειδικά στην ακραία μορφή της είναι μορφή βίας.
… Ήρθε εκείνη η Πανσέληνος που δε θα ξεχάσω ποτέ. Είχαμε ανέβει όλη η παρέα στο βουνό, να χαζέψουμε το φεγγάρι, είχαμε ανοίξει τα αυτοκίνητα και ακούγαμε μουσική, άλλοι πίνανε μπύρες, άλλοι κουβέντιαζαν, άλλοι έπαιζαν κρυφτοκυνηγητό μέσα στα δέντρα. Τον βλέπω να έρχεται με τη μηχανή. Κατεβαίνει και με πλησιάζει. Καθόμουν με έναν κοινό μας φίλο και του έλεγα τον πόνο μου για τον πρώην μου. Όταν μας είδε μαζί, έπαθε αμόκ. Του είπαμε να καθίσει μαζί μας κι ότι δεν έτρεχε τίποτα μεταξύ μας. Αυτός ήταν σίγουρος πως τον είχα χωρίσει για τον άλλον. Άρχισε ένας καυγάς άνευ προηγουμένου. Μπήκαν όλοι στη μέση να μας χωρίσουν. Τελικά τον τραβήξανε πιο πέρα οι δικοί του και κάπως ηρέμησαν τα πράγματα. Είχαμε χωριστεί σε δυο στρατόπεδα. Οι δικοί μου και οι δικοί του, οι οποίοι είχαν χωριστεί έτσι χωρίς λόγο και το ξέραμε όλοι εκτός από εκείνον.
Τον είδα να ρίχνει μια σταγόνα από ένα μπουκαλάκι στο στόμα του. Μετά, έριξε και από μια σταγόνα στο κάθε του μάτι. Ανησύχησα. Λέω τι στο καλό κάνει ; Τρέχω προς το μέρος του και τον ρωτάω τι ήταν αυτό, δεν βάζουμε κολλύριο στο στόμα μας. Μου είπε πως ήταν υγρό LSD. Είπα μέσα μου “αυτό ήταν”. Τον έπιασα από το χέρι και του είπα να περάσουμε μαζί τη νύχτα για να τον προσέχω. Δεν είχε ξαναπάρει ποτέ του drugs και με τη μια έριξε μέσα στον οργανισμό του τόσο πολύ παραισθησιογόνο. Όσο ήμασταν μαζί και μπορούσε ακόμη να συνεννοηθεί, όλα πήγαιναν σχεδόν καλά. Μου έλεγε τα γνωστά, πως δε μπορεί να αντέξει το χωρισμό, ότι δε μπορεί χωρίς εμένα, πως θα δώσει τέλος αν δεν ξανά είμαστε μαζί κι εγώ που πραγματικά τον αγαπούσα, του έλεγα πως σε όλα αυτά είμαι θετική, αρκεί να μου δείξει λίγη εμπιστοσύνη.
Φοβήθηκα και φώναξα τους άλλους. Ο Μάρκος είχε αρχίσει να μεταμορφώνεται σε λύκο. Έπεσε στα τέσσερα και σήκωσε το κεφάλι του ψηλά στον αέρα, και ούρλιαξε σαν αγρίμι. Όλοι μείναμε άναυδοι. Μας γρύλιζε δείχνοντας μας τα δόντια του, ήταν επιθετικός και αλυχτούσε με κάτι κραυγές που σε έκαναν να ανατριχιάζεις και να φοβάσαι με το θέαμα που αντίκριζες. Κανείς δε μπορούσε να τον κάνει καλά. Είχε πάρει τόσο LSD που είχε χάσει την επαφή με την πραγματικότητα. Εκείνο το βράδυ, χωρίς κανένας να μπορέσει να τον σταματήσει, έφυγε τρέχοντας με τα τέσσερα και χάθηκε μέσα στο βουνό.
Ψάξαμε, τίποτα. Την επόμενη μέρα, αφού ενημερώσαμε τους γονείς του κι εκείνοι τους αρμόδιους, άρχισε η έρευνα στο βουνό. Τον βρήκαν ενώ είχαν περάσει περισσότερες από 48 ώρες. Είχε λουφάξει σε ένα πέτρινο ερειπωμένο σπιτάκι λίγο πριν τις κεραίες της κορυφής του Υμηττού, κοντά στα ραντάρ, χωρίς νερό και τροφή για δυο εικοσιτετράωρα, αλλά το μυαλό του ήταν ακόμα αλλού. Με αρκετή δυσκολία, μεταφέρθηκε σε μια ψυχιατρική κλινική, όπου και παρέμεινε στην απομόνωση για αρκετούς μήνες. Το μυαλό του είχε ξεφύγει τόσο πολύ που πρώτα έπρεπε να εξουδετερωθεί η επήρροια του LSD και μετά να αναλάβουν την αποθεραπεία του με φάρμακα και ψυχοθεραπεία.
Ύστερα από ένα χρόνο, έμαθα πως ο Μάρκος, από εκείνη τη μέρα που με ξαναείδε, άρχισε να επικοινωνεί σιγά σιγά με τους γιατρούς και την οικογένειά του. Σιγά σιγά αλλά σταθερά. Κατάφερε να βγει από την κλινική και τελικώς να βρίσκεται σε μια απλή συντήρηση με την κατάλληλη αγωγή. Μπορούσε πάλι να ζήσει και να εργαστεί. Οι δικοί του άνθρωποι τον έστειλαν για δουλειά σε μια χώρα του εξωτερικού για να εργαστεί σε μια πολυεθνική εταιρεία. Σήμερα, είναι καλά.
Έλενα Φάκου