“Μοιάζει τέσσερις παρά είκοσι συννεφόκαμμα και νύχτα, λέγεται πως σαν σήμερα πρώτη Ιουνίου Βασιλεύς Παύλος εγέννησεν Βασιλέα Κωσταντίνον εκ της Φρειδερίκης. Εμένα η μητέρα μου, μου είπε, πως οι κανονιές πέσανε για μένα. Όσο για τη Μονρόε, εκτός από την ίδια ημερομηνία γεννήσεως, είναι στη μέση και οι ασφυκτικά πυκνές πλερέζες του θανάτου της”.
Η Κατερίνα Γώγου είναι «παιδί θαύμα». Δουλεύει από 5 χρονών σε παιδικούς θιάσους. Αργότερα πείθει τον πατέρα της να την γράψει στη Σχολή Μουζανίδου και ξεκινά καριέρα στον κινηματογράφο. Μπορεί να παίξει από αρχαία τραγωδία μέχρι κωμωδία και τιμάται με βραβείο ερμηνείας Α γυναικείου ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Συμμετείχε σε κινηματογραφικές επιτυχίες που άφησαν εποχή, όπως «Το ξύλο βγήκε απ΄τον παράδεισο», «Μια τρελή, τρελή οικογένεια», «Νόμος 4000», «Δεσποινίς διευθυντής», «Η δε γυνή να φοβάται τον άνδρα», «Τι έκανες στον πόλεμο Θανάση» και φυσικά στην «Παραγγελιά». O διάλογός της με το Δημήτρη Παπαμιχαήλ που άφησε εποχή ήταν ο ακόλουθος: «-Ούτε εσύ πρόσεξες Λαζάρου;» «-Ούτε κι εγώ κύριε καθηγητά. Εγώ πρόσεχα την Πολυχρονοπούλου, που πρόσεχε την Ξανθοπούλου, που μίλαγε με τη Γιαδικιάρογλου».
Η ίδια όμως, πάντα πίστευε πως γεννήθηκε για να είναι ποιήτρια. «Ήταν ταλέντο και στην ηθοποιία και στο γράψιμο. Αυτό που δε μπόρεσε ποτέ, ήταν να βρει το δρόμο της» είπε για κείνη ο Αλέκος Τζανετάκος. Η ποιητική συλλογή της «Τρία κλικ αριστερά» πούλησε πάνω από 40 χιλιάδες αντίτυπα, όσο δηλαδή αυτές του Ελύτη. Τα βιβλία της είχαν τεράστια ζήτηση σε πόλεις όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και η Πάτρα, διότι και στις τρεις υπήρχαν Πανεπιστήμια και νέοι που αμφισβητούσαν το κατεστημένο, ενώ ξεπούλησαν και στην Αμερική. «Η Γώγου είχε αναλάβει μόνη της να ηλεκτροδοτήσει τα πιο σκοτεινά υπόγεια της ζωής. Πολλά vault ξοδεύτηκαν σε αυτήν την προσπάθεια και γι αυτό η Κατερίνα κάηκε νωρίς» έχει δηλώσει η Αφροδίτη Μάνου.
Η λέξη που αγαπούσε, ήταν το «Γαμώτο», αλλά το έλεγε με αγάπη. Η μοναξιά ήταν η καλύτερή της φίλη. Η οικογένειά της, την αποκαλούσε χαϊδευτικά «μπέμπα». Καθόλου τυχαίο. Ήταν ένα παιδί. Και μάλλον γι αυτό δεν άντεχε τον σκληρό κόσμο των μεγάλων… Η Αφροδίτη Μάνου είπε για κείνη: «Δεν ξέρω κατά πόσο μπορείς να επιβιώσεις στις μέρες μας όντας τόσο αθώος». Λίγο πριν πεθάνει, σύμφωνα με μια μαρτυρία έλεγε συνέχεια «Δε βγαίνει»… γι αυτό το λόγο και στην κηδεία της, επικρατούσε το κλίμα πως η Κατερίνα ήταν ένας ήδη χαμένος άνθρωπος. Ο Γιώργος Χρονάς θυμάται: « Ένα πρωί ήρθε στο βιβλιοπωλείο στη Διδότου, στις 7:15 το πρωί. Ήταν λίγο πριν ταξιδέψει για τ’ άστρα και μου είπε: ‘Δε σου έχω ζητήσει ποτέ τίποτα. Βάλε μου να πιω’. Της έβαλα και ήπιε ουίσκι. Φεύγοντας, μου είπε “Φεύγω, πάω για κει”».
Το 1991 η Κατερίνα έλεγε :« Έχω ένα παράπονο, άκου το: Ελεύθερος σκοπευτής ήταν ο Νικόλας Άσιμος. Τον δολοφόνησαν. Τον Παύλο Σιδηρόπουλο, το ίδιο. Η μόνη επιζήσασα, εγώ.» Η Κατερίνα σύχναζε στα Εξάρχεια και της άρεσε να κάνει παρέα με νέα παιδιά ενώ υποστήριζε πάντα τις κοινωνικές μειονότητες. Η Πάολα Ρεβενιώτη, έχει δηλώσει πως η Γώγου πήγαινε μάρτυρας στα δικαστήρια που είχε, επειδή εξέδιδε εκείνα τα χρόνια το περιοδικό «Κράξιμο». Την αγάπησαν όμως και οι αναρχικοί. «Τις ποιητικές συλλογές της, τις εικονογραφούσε πάντοτε από πορείες και συναυλίες αλληλεγγύης σε αναρχικούς και ποινικούς κρατούμενους. Φρόντιζε πάντοτε να δένει την ποίηση της με τους αγώνες εκείνης της περιόδου. Οργάνωνε συναυλίες , έβρισκε λεφτά μέσα από τα καλλιτεχνικά κυκλώματα, ήταν δίπλα σε κάθε κρατούμενο, πολιτικό ή ποινικό και ενίσχυε τον αγώνα για την απελευθέρωση τους» έχει πει πρόσωπο του χώρου.
Όταν η Κατερίνα ένιωσε πως πλέον είχε κλείσει ο κύκλος της, γύρισε στο σπίτι που μεγάλωσε, ένα παλιό σπίτι στο Μεταξουργείο και απομονώθηκε. Ύστερα από τρεις ημέρες και χωρίς να έχει δώσει σημεία ζωής βρέθηκε αναίσθητη και μεταφέρθηκε στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο όπου διαπιστώθηκε ο θάνατός της. Η κόρη της, Μυρτώ Τάσιου, θεωρούσε πως όλα αυτά είχαν στηθεί από την ίδια. Η Γώγου πέθανε όπως και η Μονρόε, πίνοντας αλκοόλ και χάπια στις 3 Οκτωβρίου 1993. Η Μάρθα Καραγιάννη σε μια εκ βαθέων εξομολόγηση είπε πως στην κηδεία της σκεφτόταν ότι αν η Γώγου μπορούσε να μιλήσει θα της έλεγε: « Τι κλαις βρε μικροαστούλα;» «Έπρεπε, αν ήθελα ακόμα να σωθώ, αν ήθελα ακόμα να ζήσω, να βρω έναν τρόπο να μοιάζω μ΄αυτούς ή κάτι τελοσπάντων να τους εξευμενίσω»… κάπως έτσι, μάλλον η ίδια η Κατερίνα εξηγεί το θάνατό της…
Ο Αντώνης Καφετζόπουλος, η Κατερίνα Γώγου και οι βαθμοφόροι Αστυνομικοί
«Θυμάμαι μια φορά μπήκαμε σ ένα αυτοκίνητο που είχα τότε, σκέτο σαράβαλο, η Κατερίνα κι εγώ. Είχαν απεργία τα ταξί και μας έκαναν ωτοστόπ δυο αστυνομικοί με πολλά γαλόνια. Αρχίσαμε να γελάμε με την Κατερίνα, τους πήραμε φυσικά, τους βάλαμε στο πίσω κάθισμα και τους κοιτούσαμε από τον καθρέφτη έτσι που ήταν βλοσυροί και γυριζει η Κατερίνα και μου λέει: «Μαλάκα, πρόσεχε μην τρακάρουμε πουθενά, γιατί έτσι και βρουν αυτά τα τέσσερα πτώματα ανακατεμένα μετά, δε μας ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας».
Έλενα Φάκου