Επιστρέφω μετά από τρεις μήνες ξανά στην παρέα του Brooklyne, ένας άλλος άνθρωπος από αυτόν που ήμουν. Η ζωή τα τελευταία δύο χρόνια ήταν πολύ σκληρή για την οικογένειά μας. Θεώρησα ότι πριν ξεκινήσω ξανά να γράφω για το σάιτ, χρωστώ στους αναγνώστες μας μερικά λόγια μέσα από την καρδιά μου.
Ήταν τον Ιούνιο του 2021 που με πήρε τηλέφωνο η φίλη μου και συνάδελφος, η Έλενα Φάκου και μου είπε για το Brooklyne, ένα νέο σάιτ γυναικείο με μια διαφορετική ματιά στα θέματα που αφορούν στην γυναίκα. Με ήθελαν στο σάιτ μαζί με την Χρύσα Αντωνιάδη, ήθελαν τις σκέψεις μου, την ματιά μου, τον κυνισμό μου και την ειλικρίνειά μου απέναντι στα πράγματα, όπως μου είπαν.
Θυμάμαι πόσο άβολη ήταν εκείνη η κουβέντα μας με βιντεοκλήση, από τη μεριά μου κυρίως, γιατί πάλευα να κρύψω το πόσο άσχημο ήταν το timing για μια οποιαδήποτε συνεργασία μαζί μου, ότι ο χρόνος μου μοιραζόταν ανάμεσα σε ένα νήπιο, ένα απαιτητικό μωρό που ήθελε συνέχεια αγκαλιά και τον σύντροφό μου που μόλις είχε βγει από δύο πολύ σοβαρά χειρουργεία και χημειοθεραπείες. Και ότι η ειλικρίνεια που επιζητούσαν στα κείμενά μου, ήταν κάτι που ήδη δεν τηρούσα απέναντί τους.
Παρόλα αυτά, είπα το ναι, τότε δεν ήξερα τι ακριβώς με οδήγησε στο να το κάνω, ενώ ήμουν σίγουρη ότι θα δυσκολευτώ στα deadlines και συχνά θα τις κρεμούσα. Τώρα ξέρω. Με οδήγησε η άρνηση μου να παραιτηθώ από την ζωή, και η δίψα μου να ανοίξω έστω ένα μικρό παράθυρο στον έξω κόσμο που μου είχε λείψει τόσο πολύ, μετά από την πανδημία και την περιπέτεια υγείας του Αλέξανδρου. Και αυτό το παράθυρο, μου έδινε ενέργεια και διάθεση.
Ενάμιση χρόνο μετά από εκείνη την κουβέντα μας με τα κορίτσια και το ξεκίνημά μου στο Brooklyne, δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος. Και δεν θα ξανά είμαι ποτέ. Η ασθένεια του ανθρώπου που αγάπησα περισσότερο στη ζωή μου και τελικά η απώλειά του, με έκανε αυτό που χρειαζόταν προκειμένου να επιβιώσω, ό,τι κι αν συνεπάγεται αυτό. Συχνά να γίνομαι σκληρή, απόμακρη, αποστασιοποιημένη. Προσπαθώ να συνηθίσω στο ρόλο μου ως νέα χήρα, αν και μισώ τη λέξη αυτή. Και τη μισώ γιατί μου θυμίζει το τέλος της σχέσης, ακόμα και της νομικής. Αυτή η σχέση δεν υπάρχει πια, ούτε ουσιαστικά, ούτε τυπικά. Βλέποντας γύρω μου ευτυχισμένα ζευγάρια και οικογένειες, προσπαθώ να περάσω από το «γιατί σε εμάς» στο «και τώρα, τι;». Προσπαθώ να συνδεθώ με ανθρώπους που έχασαν κι αυτοί τους συντρόφους τους νωρίς, μητέρες μόνες με παιδιά που έζησαν κάτι παρόμοιο και πέρασαν μέσα από τη φωτιά, επιζητώ την ενσυναίσθηση στους γύρω μου, συχνά δεν τη βρίσκω.
Συναντώ ανθρώπους που τους είναι δύσκολο και αμήχανο, ακόμα και να μου συλλυπηθούν, «δεν θέλουν να με φέρουν σε δυσάρεστη θέση και να μου το θυμίσουν», λένε, και προτιμούν να μην πουν τίποτα. Τι να μου θυμίσετε ρε παιδιά; Αυτό ούτως ή άλλως που σκέφτομαι όλη μέρα; Αυτό που δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ; Και το ότι χαμογελώ και με βλέπετε κατά τα άλλα «καλά», δεν σημαίνει ούτε ότι ξεχάστηκα, ούτε ότι ξέχασα, σημαίνει ότι ζω με την νέα μου πραγματικότητα και τη ζω με όλα τα αποθέματα θετικής ενέργειας που κρύβω μέσα μου. Κι αν κάποιοι το είπατε, δύναμη ή αξιοπρέπεια, εγώ το λέω απλώς επιβίωση, σε έναν κόσμο σκληρό, άδικο και συχνά ανυπόφορο. Θα τα λέμε λοιπόν κάθε εβδομάδα ξανά μέσα από τη στήλη μου.
Γιατί, όπως λέει και ο φίλος μου, ο Νικόλας ο Σταυράκης στο βιβλίο του, «Το πένθος δεν είναι θηρίο ή κάποιο τέρας. Είναι ο νέος φίλος σου. Είσαι εσύ.»
Δώρα Τσαμπάζη