Η αφορμή από τα ερωτήματα περί του υπαρξιακού στο Mother! το 2017 βρήκαν εύφορο έδαφος θρησκευτικού προβληματισμού στις Πολάνσκι αναφορές και το “Μωρό της Ρόζμαρι”, αλλά ουχί στο πολυδιάστατο από το, για 10 χρόνια δουλεμένο, θεατρικό έργο του Samuel D. Hunterhale “The Whale”. Μέσω της χαρακτηριστικής αφήγησής του, ο Aronofsky, μιλάει για την ψυχολογική κατάπτωση των ηρώων του στο πανί και με μια νοητη γραμμή ενώνει τον πρώιμο δύσκολο βίο των ηθοποιών που συνεργάζεται ώστε να αναγεννηθούν στο τέλος από τις στάχτες τους και να λάμψουν με αέρα Hollywood. Όπως ο Mickey Rourke στον Παλαιστή το 2008 έτσι και ο Brendan Fraser φέτος.
Κατά τη διάρκεια της ταινίας όμως αισθάνθηκα να αλλοιώνεται η μαγεία των λέξεων, σαν να λείπει το πάτημα από το ίδιο το έργο στο θεατρικό σανίδι, ο ήχος που τρίζει όπως η ανάσα του πρωταγωνιστή σε κάθε πάτημα, η πένα του συγγραφέα στο χαρτί με ένα ζευγάρι πρησμένα πόδια. Στη σκηνή ζωντανά, μέσα από το ψέμα λέγεται η αλήθεια με ένα μυστηριακό τρόπο κι από τα πιο απλά props ή σκηνικά. Στο σινεμά, αυτή τη φορά, χάνεται η μυσταγωγία του κειμένου, στερεύει το νερό στα χέρια του σκηνοθέτη πάνω από τη ρίζα του γραπτού και μένει η κινηματογραφική μαεστρία αμανάτι.
Γυρνάνε στομάχια στα 117᾽ της προβολής, η εξάρτηση αντικατοπτρίζει την παραίτηση που προκύπτει μέσα από το “δράμα πάνω στο δράμα” της αναθεματισμένης ενοχής και τα κοινωνικά στερεότυπα που εγκλωβίζουν τους γονείς να ζουν με το αιώνιο άγχος της θυσίας του Ιησού Χριστού. Το ξερατό του υπερφαγικού επεισοδίου μυρίζει ερμηνεία που θα μείνει στην ιστορία του σινεμά αλλά με το άγχος του σκηνοθέτη για τις κάμερες και την ροή της εξιστόρησης σε 4:3 κάδρο. Είναι σαν να μην δίνει το όνειρο και την κάθαρση στην διασκευασμένη μορφή του σεναρίου η μεγάλη οθόνη, τουλάχιστον στο επίπεδο που ανατρέπει η γραφή από μόνη της, με τον πρωταγωνιστικό ρόλο να υπερτερεί των οπτικών εφέ που εξυπηρετούν τους “μαύρους κύκνους” των Όσκαρ της φετινής σεζόν.
Ανακεφαλαιώνοντας, η πεμπτουσία της ανθρώπινης επικοινωνίας συγκεντρώνεται γύρω από την ειλικρίνεια, που έχει εκλείψει στις μέρες μας και έχει μείνει να επιπλέει όλο το σκατό της πολιτικής κορεκτίλας. Μέσω της παραβολής του κλασικού μυθιστορήματος, στην πιο σκοτεινή εκδοχή ενός νέου κύκλου online χαμένων ποιητών, η μυρωδιά καμένου ανθρώπινου λἰπους από την κόλαση, σκίζει από το βιβλίο την εισαγωγή. Με λίγα λόγια ο άνθρωπος σου λέει: μίλα για τα συναισθήματα σου, δεν είναι κακό, είναι το ζητούμενο!
Στο φινάλε με τα πόδια να κρατάνε το σώμα στην πιο ξέγνοιαστη ανάμνηση που απεικονίζει την γαλήνη της ψυχής, κάποιοι μπορούν να το πουν παράδεισο, κάποιοι θα πουν ολοκληρώθηκε ένας κύκλος. Ο αβάσταχτος πόνος από την πιο συγκινητική ιστορία για φέτος είναι πολύ αναρχικός για κανόνες, ακόμα και για αυτούς του σινεμά.
‘Αρης Μπαγεώργος
Η κριτική του Δημήτρη Κουντούρη
Κρατήστε μια λέξη: Brenaissance. Από τη λέξη Renaissance, που σημαίνει Αναγέννηση, όχι αυτή που επιστρέφεις στη ζωή, αλλά την περίοδο της ευρωπαϊκής ιστορίας που πέρασε τη Γηραιά ήπειρο στη νεωτερικότητα, και το μικρό όνομα του πρωταγωνιστή της ταινίας “The Whale”, Brendan Fraser.
Τον είχατε ξεχάσει, ε; “Που χάθηκε αυτός;”, “που τον θυμήθηκες;” κι άλλα τέτοια. Ο σταρ ταινιών όπως “Η Μούμια” και “George in the Jungle” που έλαμψε στα τέλη της δεκαετίας του 90′ και τις αρχές του 2000 είχε αποκλειστεί από το Χόλιγουντ για χρόνια, σε μια ιστορία στην οποία είναι το θύμα και τιμωρήθηκε σαν θύτης.
Ο Darren Aronofsky είναι ένας από τους πιο ιδιαίτερους σκηνοθέτες της σύγχρονης εποχής, ένας άνθρωπος ο οποίος είναι αξιοσέβαστος σε αυτό το χώρο γιατί ασχέτως αν αρέσει κάνει ταινίες οι οποίες συζητιούνται για χρόνια, και αυτή είναι η καλύτερη κληρονομιά που μπορεί να αφήσει ένας καλλιτέχνης (εφόσον δεν είναι μόνο για λάθος λόγους).
Μετά από δέκα χρόνια στα οποία ΚΑΝΕΝΑΣ δεν του έκανε “κλικ”, ο Aronofsky, μετά από μία μόλις συνάντηση με τον Fraser ήξερε ότι αυτός είναι ο άνθρωπός του. Και ο μεγάλος Brendan τον δικαίωσε, αλλά πάνω από όλα δικαίωσε και λύτρωσε τον εαυτό του.
Καταρχάς, το “The Whale” λέει την ιστορία του Τσάρλι, ενός παχύσαρκου καθηγητή αγγλικών, ο οποίος προσπαθεί να επανασυνδεθεί με την κόρη που έχει εγκαταλείψει. Μιλάμε για μια ταινία δωματίου, με ένα καστ πέντε ηθοποιών και τη λιγότερο… Aronofsky ταινία απ’ όλες. Τι εννοώ; Αν κάποιος είναι μεγάλος φαν του, είναι κάθε φορά έτοιμος για την… περιεργίλα του σκηνοθέτη/σεναριογράφου, ίσως απογοητευτεί με την απλότητα της Φάλαινας.
Από την άλλη, ταινιόφιλοι που δεν μπορούν να συνδεθούν με τη φιλμογραφία του, είναι πιθανό να τα καταφέρουν μετά από 25 χρόνια. Το σενάριο είναι απλό, οι συμβολισμοί ξεκάθαροι και η ταινία βασίζεται στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των χαρακτήρων, με πυρήνα τον Τσάρλι.
Δεν θέλω να αδικήσω κανέναν ηθοποιό, τις Sadie Sink και Hong Chau, ούτε την αγαπημένη από το Walking Dead, Samantha Morton, αλλά ο Brendan Fraser “σκουπίζει” όχι μόνο τους συμπρωταγωνιστές του (οι οποίοι είναι όλοι εξαιρετικοί), αλλά και τους περισσότερους ηθοποιούς τη φετινή χρονιά. O Fraser βγάζει μια ευαλωτότητα σαν άνθρωπος, η οποία είναι ένας από τους κύριους λόγους που πήρε το ρόλο και είναι και το στοιχείο που κάνει σπουδαίο τον χαρακτήρα και την ερμηνεία του.
Η ταινία του ανήκει, θεωρώ ότι θα μείνει στην ιστορία ως το πρότζεκτ που σήμανε τη μεγάλη επιστροφή του, παρά ως ταινία του Darren Aronofsky. Και δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα με αυτό, ποιος δεν λατρεύει ένα comeback story;
Δημήτρης Κουντούρης