Προσωπικά την πίστευα τη Νία Βαρντάλος. Είχα δει την πρώτη και τη δεύτερη ταινία της και ειλικρινά τις είχα απολαύσει. Η τρίτη της όμως ταινία, ήταν σα να ήθελε να αυτοκαταστραφεί μέσα σε μόλις λίγα λεπτά, αφού αντιλαμβάνεσαι δυστυχώς κατεπειγόντως ότι κάτι πάει πολύ λάθος αυτή τη φορά. Τι μπορεί να συνέβη στην Νία Βαρντάλος και από υποψήφια για Όσκαρ με το “Γάμος αλα Ελληνικά 1” να είναι υποψήφια- για εμένα σίγουρα και νικήτρια- για χρυσό βατόμουρο με το “Γάμος αλα Ελληνικά 3″; Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Η τρίτη ταινία του “Γάμος αλά ελληνικά” έκανε πρεμιέρα στις 14 Σεπτεμβρίου και έσπευσα να τη δω σε ένα πολύ όμορφο θερινό σινεμά-ειλικρινά πολύ κρίμα που αποχαιρέτησα τους θερινούς κινηματογράφους με αυτή τη γεύση- στο οποίο καθίσαμε με την κολλητή μου σε ένα τραπέζι κάτω από τα δέντρα τρώγοντας πίτσα και πίνοντας μπύρα. Με λίγα λόγια, είχαμε προετοιμαστεί να δούμε ένα ντέρμπι κωμωδίας, το οποίο από τα πρώτα του κιόλας λεπτά μας έκανε δυστυχώς, αρχικά να κοιταχτούμε με αμηχανία και στη συνέχεια να ρωτάμε η μία την άλλη γιατί τα πάντα σε αυτή την ταινία μας κάνουν να νιώθουμε ή άβολα, ή αμήχανα ή παράξενα. Παρακολουθούσαμε μια πραγματική παρωδία η οποία μας έβαλε σε σκέψεις μήπως επίτηδες είναι έτσι, αλλά καταλήξαμε πως μάλλον δεν συνέβη με πρόθεση.
View this post on Instagram
Το σενάριο ήταν απογοητευτικό, η σκηνοθεσία απαράδεκτη, το χιούμορ δεν ήταν χιούμορ, οι ερμηνείες κακές, το κιτς πανηγυρικό, τα τσιτάτα πολλά, η σχέση πραγματικότητας-μυθοπλασίας ανύπαρκτη, τα κλισέ έκαναν πάρτι, η υπερβολή ήταν ανυπόφορη: Πολλά και διαφορετικά ασύνδετα μεταξύ τους στοιχεία είχαν γίνει αχταρμάς μέσα σε ένα μπλέντερ ή μάλλον γουδί- γιατί υπάρχει και μια εμμονή στο λανθασμένα δοσμένο φολκλόρ στοιχείο- τα οποία κάποιος πήρε ένα γουδοχέρι και τα κοπάνησε με λύσσα πετώντας στα μούτρα του κοινού ένα υποπροϊόν το οποίο δε σέβεται καθόλου ούτε τους παραγωγούς του, αλλά οπωσδήποτε ούτε τους θεατές του. Αλήθεια, γιατί επένδυσαν τα χρήματά τους σε κάτι τέτοιο άνθρωποι οι οποίοι έχουν βαθιά γνώση του Hollywood αλλά και της Ελλάδας θέλω να πιστεύω, όπως ο Tom Hanks και η Rita Wilson;
Μέσες άκρες, η υπόθεση έχει ως εξής: H Νία Βαρντάλος θέλει να πραγματοποιήσει την επιθυμία του πατέρα της ο οποίος έχει φύγει από τη ζωή, να γυρίσει στην πατρίδα και να παραδώσει το ημερολόγιό του στους τρεις παιδικούς του φίλους, τους οποίους έχει να δει από τότε που μετανάστευσε. Η μητέρα της έχει άνοια, αλλά και όχι, η κόρη της έχει τελειώσει το πρώτο έτος των σπουδών της, αλλά και όχι, η οικογένειά τους έχει αρχίσει να μην αισθάνεται πια ενωμένη, αλλά και όχι, και κάπως έτσι, ανταποκρίνονται στο κάλεσμα της queer Δημάρχου του χωριού “Βρύση” από το οποίο έχει καταγωγή ο Γκας Πορτοκάλος, να επιστρέψουν πίσω για την επανένωση με τους υπόλοιπους κατοίκους που κάποτε μετανάστευσαν. Και ξεκινάνε μαζί με ένα αεροπλάνο στο οποίο μοιράζουν σουβλάκια για να περάσουν τον Ατλαντικό.
View this post on Instagram
Μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει ένα εξώγαμο, μια μετανάστρια από τη Συρία, κομπάρσοι που υποδύονται τους Έλληνες και δεν μιλούν όχι ελληνικά, αλλά καθόλου, μια διαστρέβλωση της πραγματικότητας της σύγχρονης ελληνικής επαρχίας, μια διαδρομή που δεν θα βρείτε σε κανένα gps καθώς και ένα σαραβαλιασμένο φορτηγάκι που περνάει από το Καλλιμάρμαρο, μετά από τη Βάρκιζα και ταξιδεύει με ένα σαπιοκάραβο -που δε θα έφτανε ούτε μέχρι την πρώτη βραχονησίδα του Αργοσαρωνικού- φτάνει τελικά στο Λασίθι το οποίο έχει για κεντρική αγορά του την…Πλάκα ενώ στην πραγματικότητα είναι η …Κέρκυρα. Όσο για τη μουσική επένδυση, εκεί κι αν η σχέση εικόνας και ήχου ήταν τραγελαφική.
Δεν είναι σαν να στέρεψε η έμπνευση, είναι σαν να αυτοκτόνησε η αξιοπρέπεια, αν μου λέγανε να περιγράψω με μονάχα μερικές λέξεις την ταινία “Γάμος αλά Ελληνικά 3” και είναι ειλικρινά κρίμα. Μάλλον το σοκ μου έγκειται κυρίως στο ότι δεν περίμενα ότι θα δω κάτι τέτοιο.
View this post on Instagram
Πριν πάμε, η κολλητή που τσεκάρει τα πάντα πριν κάνουμε το οτιδήποτε, μου είπε πως οι κριτικοί έχουν δώσει στην ταινία μισό αστεράκι. Ειλικρινά τους συγχαίρω που στάθηκαν τόσο γενναιόδωροι, εκτός αν πραγματικά δεν μπορούν να δώσουν κάτι κατώτερο. Δεν είναι ότι δεν αξίζει τα λεφτά του εισιτηρίου της, περισσότερο δεν αξίζει το χρόνο που θα διαθέσει κάποιος για να τη δει. Προσωπικά σηκώθηκα τόσο γρήγορα να φύγω από την προβολή όταν τελείωσε η ταινία, για να την αφήσω πίσω μου, που ξέχασα το κινητό μου στο τραπέζι και ας είναι καλά ο τίμιος κύριος που κάθισε στη θέση μου, έτρεξε να με προλάβει για να μου το δώσει πίσω. Όχι Νία, έχεις αποδείξει πως μπορείς πολύ καλύτερα, δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό ούτε στον εαυτό σου, ούτε και στο κοινό σου.
Από εκεί και πέρα, εσείς αν θέλετε να ρισκάρετε, δείτε τη και επενδύστε στην τρίτη κατά σειρά ταινία του “My big Greek Fat Wedding” κι αν σας αρέσει, κανένα πρόβλημα. Εγώ με ανώμαλους δε μιλάω, που θα έλεγε κι ένας κοινός γνωστός μας.
Θα αναρωτηθείτε εύλογα “Γιατί δεν έφυγες αφού δεν σου άρεσε τίποτα;” Θα σας απαντήσω πως πίστευα ότι δε μπορεί, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Κάποια στιγμή θα γίνει μια ανατροπή και η συμπαθέστατη Ελληνοαμερικανίδα θα κρύβει έναν άσσο στο μανίκι της. Τελικά δυστυχώς φόραγε αμάνικο.
‘Ελενα Φάκου